- γεωφυσικός
- ο, ηεπιστήμονας που ασχολείται με τη γεωφυσική: Ένας γεωφυσικός μάς μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο προκαλούνται οι σεισμοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεωφυσικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωφυσική 2. το αρσ. ως ουσ. ο γεωφυσικός ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωφυσική … Dictionary of Greek
Grande Idée — La Grande Idée (en grec moderne : Μεγάλη Ιδέα / Megáli Idéa) était l expression du sentiment national puis du nationalisme grec aux XIXe et XXe siècles. Elle visait à unir tous les Grecs dans un seul État nation avec pour capitale… … Wikipédia en Français
Guerre gréco-turque (1919-1922) — Pour les articles homonymes, voir Guerre gréco turque. Guerre gréco turque de 1919 1922 … Wikipédia en Français
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
Άγκστρεμ, Άντερς Κνούτσον — (Anders Knutson Angström 1888 – 1981).Σουηδός γεωφυσικός. Γιος του Κνουτ, διευθυντής από το 1921 του Μετεωρολογικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης και καθηγητής της γεωφυσικής στο πολυτεχνείο της ίδιας πόλης. Μελέτησε τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και… … Dictionary of Greek
Βέγκενερ, Άλφρεντ Λόταρ — (Alfred Lothar Wegener, Βερολίνο 1880 – Γροιλανδία 1930). Γερμανός γεωφυσικός. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αστρονομία και τη μετεωρολογία και ασχολήθηκε με γεωφυσικές και γεωλογικές μελέτες για να επιβεβαιώσει κυρίως τη θεωρία του σχετικά … Dictionary of Greek
Γκριγκς, Ντέιβιντ — (David Griggs, 1911 – 1974).Αμερικανός γεωφυσικός. Το 1939 πραγματοποίησε διάφορες πειραματικές έρευνες με προπλάσματα, που επικύρωσαν τη θεωρία της ορεογένεσης με μαγματικά ρεύματα μεταφοράς κάτω από τον γήινο φλοιό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Σμιντ, Μπέρναρντ Βάλντεμαρ — (Schmidt), Eσθονός γεωφυσικός, αστρονόμος και οπτικός (Νάισσααρ 1879 Μπέργεντορφ 1935). Εργάστηκε ως αστρονόμος στο αστεροσκοπείο του Αμβούργου. Εφευρέτης ειδικού τύπου φακού, επινόησε και οπτικό σύστημα, που εφαρμόστηκε στα τηλεσκόπια, με το… … Dictionary of Greek
Σμίτ, Άντολφ — (Schmidt). Γερμανός γεωφυσικός (1860 1944). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου. Διατέλεσε διαδοχικά διευθυντής του μαγνητικού (1902) και του μαγνητομε τεωρολογικού Αστεροσκοπείου του Πότσδαμ (1909). Οι κυριότερες επιστημονικές εργασίες του… … Dictionary of Greek